Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσσω
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόστα
προσταγή
πρόσταγμα
προστάδιον
προστακτέον
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταμα
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιμον
προστάσιος
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
View word page
πρόσταμα
πρόσταμα· κοιτών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσταμα
Headword (normalized):
πρόσταμα
Headword (normalized/stripped):
προσταμα
IDX:
90106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσταμα·</span> <span class="foreign greek">κοιτών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}