Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
πρόσσω
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόστα
προσταγή
πρόσταγμα
προστάδιον
προστακτέον
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταμα
πρόσταξις
προσταράσσω
προσταργανόω
προστάς
προστασία
προστάσιμον
View word page
προστάδιον
προστάδιον [ᾰ], τό, Dim. of προστάς, PSI 5.546 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστάδιον
Headword (normalized):
προστάδιον
Headword (normalized/stripped):
προσταδιον
IDX:
90102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προστάδιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">προστάς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.546 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}