Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
View word page
ἀγριόφυλλον
ἀγριό-φυλλον, τό,
A). = πευκέδανος , Ps.- Dsc. 3.78 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριόφυλλον
Headword (normalized):
ἀγριόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
αγριοφυλλον
IDX:
900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριό-φυλλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πευκέδανος</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.78 </span>.</div> </div><br><br>'}