Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
πρόσσφαγμα
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
πρόσσω
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόστα
προσταγή
πρόσταγμα
προστάδιον
προστακτέον
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταμα
View word page
πρόσσω
πρόσσω,
A). v. πρόσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσσω
Headword (normalized):
πρόσσω
Headword (normalized/stripped):
προσσω
IDX:
90096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσω</span> .</div> </div><br><br>'}