Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
πρόσσφαγμα
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
πρόσσω
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόστα
προσταγή
View word page
πρόσσφαγμα
πρόσσφαγμα,
A). v. πρόσφαγμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσσφαγμα
Headword (normalized):
πρόσσφαγμα
Headword (normalized/stripped):
προσσφαγμα
IDX:
90090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90091
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσσφαγμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσφαγμα</span> .</div> </div><br><br>'}