Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμβιόω
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
View word page
προσσυναποβάλλω
προσσυν-αποβάλλω,
A). lose besides, τὰ ὄντα Ph. 2.284 .


ShortDef

lose besides

Debugging

Headword:
προσσυναποβάλλω
Headword (normalized):
προσσυναποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσσυναποβαλλω
IDX:
90078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσσυν-αποβάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lose besides</span>, <span class="quote greek">τὰ ὄντα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:284" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.284/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.284 </a> .</div> </div><br><br>'}