Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμβιόω
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
View word page
προσσυμπλέκω
προσσυμ-πλέκω,
A). entangle besides:— Pass., προσσυμπλᾰκήσομαι v.l. in Thd. Da. 11.10 .


ShortDef

entangle besides

Debugging

Headword:
προσσυμπλέκω
Headword (normalized):
προσσυμπλέκω
Headword (normalized/stripped):
προσσυμπλεκω
IDX:
90076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσσυμ-πλέκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entangle besides</span>:— Pass., <span class="foreign greek">προσσυμπλᾰκήσομαι</span> v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Da.</span> 11.10 </span>.</div> </div><br><br>'}