Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμβιόω
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
View word page
προσσυμβιόω
προσσυμ-βῐόω, f.l. in Ph. Fr. 51 H.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσσυμβιόω
Headword (normalized):
προσσυμβιόω
Headword (normalized/stripped):
προσσυμβιοω
IDX:
90075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσσυμ-βῐόω</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:51/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 51 </a> H.</div><br><br>'}