Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμβιόω
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
View word page
προσσυλάω
προσσῡλάω
,
A).
steal
or
carry off in addition
,
UPZ
6.19
(ii B.C.).
ShortDef
steal
Debugging
Headword:
προσσυλάω
Headword (normalized):
προσσυλάω
Headword (normalized/stripped):
προσσυλαω
IDX:
90072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90073
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσσῡλάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">steal</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry off in addition</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 6.19 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}