Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσίτια
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
View word page
προσσοτέρω
προσσοτέρω, Adv., poet. for προσωτέρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσσοτέρω
Headword (normalized):
προσσοτέρω
Headword (normalized/stripped):
προσσοτερω
IDX:
90050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσσοτέρω</span>, Adv., poet. for <span class="foreign greek">προσωτέρω</span>.</div><br><br>'}