πρόσρησις
πρόσρησις, εως, ἡ,
A). addressing, διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσι accosting them, IA 341 ; π. τοῦ θεοῦ τῶν εἰσιόντων Chrm. 164d , cf. Hier. 8.3 ; ἡ οἰκέτου π. address to .., Lg. 777e ; ἐπ’ ἐξόδοισι γὰρ ἔθαψα .. σ’ ἕνεκ’ ἐμῆς π. to enable me to address thee, Hel. 1166 ; so ὁ σὸς δὲ τύμβος .. τοῖς ἐμπόροις π. ἔσται πανταχοῦ . 183
2). advice, recommendation, . 12.2