Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτῆναι
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσω
View word page
πρόσπου
πρόσπου
,
A).
about
, of round numbers,
Mon.Anc.Gr.
14.1
, al.
ShortDef
about
Debugging
Headword:
πρόσπου
Headword (normalized):
πρόσπου
Headword (normalized/stripped):
προσπου
IDX:
89992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89993
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσπου</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">about</span>, of round numbers, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Mon.Anc.Gr.</span> 14.1 </span>, al.</div> </div><br><br>'}