Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπλώω
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιη<σί>σοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπορεύομαι
προσπορίζω
View word page
προσποιητής
προσποι-ητής, οῦ, ,=
A). simulator, Gloss.


ShortDef

simulator

Debugging

Headword:
προσποιητής
Headword (normalized):
προσποιητής
Headword (normalized/stripped):
προσποιητης
IDX:
89979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσποι-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">simulator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}