Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπιλόω
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
προσπλαστός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλοκος
πρόσπλους
View word page
προσπλαστός
προς-πλαστός, , όν, = foreg., Gal. 17(1).902 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπλαστός
Headword (normalized):
προσπλαστός
Headword (normalized/stripped):
προσπλαστος
IDX:
89957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προς-πλαστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).902 </span>.</div><br><br>'}