Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέταμαι
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπήσσω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπιλόω
View word page
προσπεφυκότως
προσπεφῡκότως, Adv.
A). clinging to, EM 132.53 .


ShortDef

clinging to

Debugging

Headword:
προσπεφυκότως
Headword (normalized):
προσπεφυκότως
Headword (normalized/stripped):
προσπεφυκοτως
IDX:
89937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπεφῡκότως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clinging to,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 132.53 </span>.</div> </div><br><br>'}