Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέταμαι
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπήσσω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
View word page
προσπεύθομαι
προσπεύθομαι, poet. for προσπυνθάνομαι, S. OC 122 (lyr.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπεύθομαι
Headword (normalized):
προσπεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπευθομαι
IDX:
89936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπεύθομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">προσπυνθάνομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:122" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:122/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">OC</span> 122 </a> (lyr.).</div><br><br>'}