προσπέτομαι
προσπέτομαι, fut. -πτήσομαι: aor. -επτάμην [ᾰ], but poet. also with aor. Act. προσέπτην (v. infr.):—
A). fly to or towards, πόθεν προσέπτανθ’(-έπτονθ’ Dawes) οἱ βομβαύλιοι; Ach. 865 ; πρός τι HA 593a8 ; ἐάν τίς σοι φίλος ὥσπερ μυῖα πρόσπτηται Mem. 3.11.5 .