προσπερονάω
προσπερονάω,(περόνη)
A). fasten or attach by means of a pin: generally, fasten on, φυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Phd. 83d ; nail up, καρκίνους HP 2.8.3 ; εἰς τὴν στοήν Ἀρχ. Δελτ. 11.23 (Chios, iv B.C.):— Pass., ἄρτοι προσπεπερονημένοι πρὸς τοῖς κρέασι An. 7.3.21 .