Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέταμαι
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπεφυκότως
View word page
προσπερικόπτω
προσπερι-κόπτω,
A). wheedle one out of in addition, τριακοσίας δραχμάς Hyp. Ath. 2 .


ShortDef

wheedle one out of in addition

Debugging

Headword:
προσπερικόπτω
Headword (normalized):
προσπερικόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσπερικοπτω
IDX:
89927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπερι-κόπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wheedle one out of in addition</span>, <span class="quote greek">τριακοσίας δραχμάς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0030.tlg005.perseus-grc1:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0030.tlg005.perseus-grc1:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hyp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ath.</span> 2 </a> .</div> </div><br><br>'}