Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
View word page
προσπεποιημένως
προσπεποιημένως
,
A).
dissimulanter,
Gloss.
ShortDef
dissimulanter
Debugging
Headword:
προσπεποιημένως
Headword (normalized):
προσπεποιημένως
Headword (normalized/stripped):
προσπεποιημενως
IDX:
89920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89921
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπεποιημένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissimulanter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}