Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπασσαλεύω
προσπασσαλόω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
View word page
προσπελάτης
προσπελ-άτης [ᾰ],
A). = πελάτης , Theopomp.Hist. 39 (b).


ShortDef

= πελάτης

Debugging

Headword:
προσπελάτης
Headword (normalized):
προσπελάτης
Headword (normalized/stripped):
προσπελατης
IDX:
89918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπελ-άτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πελάτης</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0566.tlg001:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0566.tlg001:39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theopomp.Hist.</span> 39 </a>(<span class="tr" style="font-weight: bold;">b</span>).</div> </div><br><br>'}