Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπασσαλεύω
προσπασσαλόω
View word page
προσπαραχωρέω
προσπαρα-χωρέω,
A). give up as well, POxy. 271.14 (i A.D.).


ShortDef

give up as well

Debugging

Headword:
προσπαραχωρέω
Headword (normalized):
προσπαραχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσπαραχωρεω
IDX:
89899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπαρα-χωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give up as well,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 271.14 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}