Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
View word page
προσπαραπήγνυμι
προσπαρα-πήγνῡμι,
A). fix beside in addition, χάρακας Gp. 4.12.18 .


ShortDef

fix beside in addition

Debugging

Headword:
προσπαραπήγνυμι
Headword (normalized):
προσπαραπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προσπαραπηγνυμι
IDX:
89894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89895
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπαρα-πήγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fix beside in addition</span>, <span class="quote greek">χάρακας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 4.12.18 </span> .</div> </div><br><br>'}