Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσπαλαίω
προσπάλλομαι
Πρόσπαλτα
Προσπαλτόθεν
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγγέλλω
προσπαραγράφω
προσπαραδείκνυμι
προσπαραδίδωμι
προσπαραινέω
προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
View word page
προσπαραιρέομαι
προσπαρ-αιρέομαι, Med.,
A). take away besides, Id. 46.40 .


ShortDef

take away besides

Debugging

Headword:
προσπαραιρέομαι
Headword (normalized):
προσπαραιρέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπαραιρεομαι
IDX:
89884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπαρ-αιρέομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take away besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:46:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:46.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 46.40 </a>.</div> </div><br><br>'}