Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
προσπαθής
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαιστέον
προσπαίω
προσπαλαίω
προσπάλλομαι
Πρόσπαλτα
Προσπαλτόθεν
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγγέλλω
προσπαραγράφω
προσπαραδείκνυμι
προσπαραδίδωμι
προσπαραινέω
προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
View word page
προσπάλλομαι
προσπάλλομαι, Med.,
A). gloss on πῆλε δὲ χεῖρας , Sch. A.R. 2.45 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπάλλομαι
Headword (normalized):
προσπάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπαλλομαι
IDX:
89875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσπάλλομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πῆλε δὲ χεῖρας</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2.45/canonical-url/">Sch. <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 2.45 </a>.</div> </div><br><br>'}