προσπάθεια
προσπάθ-εια [ᾰ],,
A). passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας ; defined as 1.10 ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, D. 1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας P. 1.230 ; γενομένους ἐν π. Incred. 16 ; προσπαθείας <ἕνεκα> Zos.Alch. p.118
II). in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Sent. 28 ; ἡ πρὸς τὸ σῶμα π. ib. 29 ; ἡ θνητὴ π. in CA 3p.425M. , cf. . 12.3