προσοφείλω
προσοφείλω,
A). owe besides or still, ἔτι πολλά ; 7.48 διακόσια τάλαντα Alex. 15 ; π. σοι ἄλλας χάριτας Cyr. 3.2.16 , cf. , 3.31 23.89 , IG 22.1623.54 ; τὸ λοιπὸν ὃ προσοφείλεις μοι PHib. 1.63.14 (iii B.C.), cf. PCair.Zen. 150.17 (iii B.C.), OGI 90.13 (Rosetta, ii B.C.), etc.: abs., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν (divisim):— Pass., 27.38 to be still owing, ὁ προσοφειλόμενος μισθός , cf. 8.45 SIG 410.18 (Erythrae, iii B.C.); ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων the hatred which was still due from the Aeginetans to the Athenians, i.e. their ancient feud, ( v.l. for 5.82 προοφ- ).