Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμισμός
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσουσία
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
View word page
πρόσουρος
πρόσουρος,
A). v. πρόσορος .


ShortDef

adjoining, bordering on

Debugging

Headword:
πρόσουρος
Headword (normalized):
πρόσουρος
Headword (normalized/stripped):
προσουρος
IDX:
89850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσουρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσορος</span> .</div> </div><br><br>'}