Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμισμός
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσουσία
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
View word page
προσοσφραίνω
προσοσφραίνω,
A). give to smell, τινά τι Gp. 19.2.17 .


ShortDef

give to smell

Debugging

Headword:
προσοσφραίνω
Headword (normalized):
προσοσφραίνω
Headword (normalized/stripped):
προσοσφραινω
IDX:
89847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοσφραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give to smell</span>, <span class="quote greek">τινά τι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 19.2.17 </span> .</div> </div><br><br>'}