Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμισμός
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσουσία
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
View word page
προσορμιστήριον
προσορμ-ιστήριον, τό,
A). anchorage, Hsch. s.v. ἐπήνιον .


ShortDef

anchorage

Debugging

Headword:
προσορμιστήριον
Headword (normalized):
προσορμιστήριον
Headword (normalized/stripped):
προσορμιστηριον
IDX:
89843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89844
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσορμ-ιστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">anchorage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐπήνιον</span> .</div> </div><br><br>'}