Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσοπτίλλω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμισμός
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσουσία
προσοφείλω
View word page
προσορμισμός
προσορμ-ισμός, ,= foreg., Sch. Il. 1.434 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσορμισμός
Headword (normalized):
προσορμισμός
Headword (normalized/stripped):
προσορμισμος
IDX:
89842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσορμ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= foreg., Sch. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:434" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.434/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.434 </a>.</div><br><br>'}