προσορμίζω
προσορμ-ίζω,
A). bring a ship to anchor at or near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Am. 11 , cf. PTeb. 802.11 (ii B.C.); π. τοῖς αἰγιαλοῖς VP 3.14 ; πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG 12(5).653.12 (Syros, perh. i B.C.):—in early writers only Med., come to anchor near a place, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι ; 6.97 πρὸς τουτους (sc. λιμένας) μὴ προσορμίζου ; 25.84 ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ; 4.44 προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Aem. 26 :—later in Pass., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ An. 6.20.4 , cf. ; 2.601f τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη VH 8.5 , cf. Ev.Marc. 6.53 : metaph., π. τοῖς μύθοις Her. 11 ; εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις (nisi leg. 2.38 προσοριζ-).