Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονυμάσδεσθαι
προσονομασία
προσονομαστέον
προσοπτάζω
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοπτίλλω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμισμός
View word page
προσοπτίλλω
προσοπτίλλω,
A). v. ποτοπτίλλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσοπτίλλω
Headword (normalized):
προσοπτίλλω
Headword (normalized/stripped):
προσοπτιλλω
IDX:
89832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοπτίλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποτοπτίλλω</span> .</div> </div><br><br>'}