Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονυμάσδεσθαι
προσονομασία
προσονομαστέον
προσοπτάζω
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοπτίλλω
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμέω
View word page
προσοπτάζω
προσοπτάζω,
A). v. ποτοπτάζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσοπτάζω
Headword (normalized):
προσοπτάζω
Headword (normalized/stripped):
προσοπταζω
IDX:
89829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοπτάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποτοπτάζω</span> .</div> </div><br><br>'}