Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσοικονομέομαι
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
View word page
προσομαρτέω
προσομαρτέω
,
A).
go along with
,
ὅτῳ ψεῦδος -ομαρτῇ
Thgn.
609
.
ShortDef
to go along with
Debugging
Headword:
προσομαρτέω
Headword (normalized):
προσομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
προσομαρτεω
IDX:
89812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89813
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσομαρτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go along with</span>, <span class="quote greek">ὅτῳ ψεῦδος -ομαρτῇ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 609 </span> .</div> </div><br><br>'}