Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικείωσις
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
προσοικονομέομαι
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
View word page
προσοικονομέομαι
προσοικο-νομέομαι,
A). f.l. for προοικ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσοικονομέομαι
Headword (normalized):
προσοικονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσοικονομεομαι
IDX:
89802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89803
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοικο-νομέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προοικ-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}