Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικείωσις
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
προσοικονομέομαι
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
View word page
προσοικοδομία
προσοικο-δομία, ,
A). building of an annexe, τοῦ ἱεροῦ IG 22.1282.6 .


ShortDef

building of an annexe

Debugging

Headword:
προσοικοδομία
Headword (normalized):
προσοικοδομία
Headword (normalized/stripped):
προσοικοδομια
IDX:
89801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοικο-δομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">building of an annexe</span>, <span class="quote greek">τοῦ ἱεροῦ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1282.6 </span> .</div> </div><br><br>'}