προσοικοδομέω
προσοικο-δομέω,
A). build besides, π. [τεῖχος] build another wall, v.l. for ἐσοικ- in ; 2.76 οἰκίαν PCair.Zen. 642.3 (iii B.C.); τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας .. μεῖζον μῆκος having built an additional length to the altar in the agora, i.e. having added to its length, :— Pass., 6.54 ; 1.79 φρούρια π. τῷ τείχει BJ 5.12.2 .
2). metaph., ἄλλο τε εἶδος .. προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν they also framed, Ti. 69c ; τὸ κακῶς -οικοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Pr. 866b17 , cf. Sud. 30 ; πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ π. . 2.168a