Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικείωσις
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
προσοικονομέομαι
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
View word page
προσοικείωσις
προσοικ-είωσις, εως, ,
A). = οἰκείωσις 2 , Phld. D. 3.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσοικείωσις
Headword (normalized):
προσοικείωσις
Headword (normalized/stripped):
προσοικειωσις
IDX:
89796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοικ-είωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">οἰκείωσις</span> <span class="bibl"> 2 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 3.2 </span>.</div> </div><br><br>'}