προσοδικός
προσοδ-ικός, ή, όν,(
II). concerning revenue, τὰ βασιλικὰ καὶ π. καὶ ἰδιωτικά PAmh. 2.33.9 (ii B.C.); π. κρίσεις ib. 30 ; τὰ π. accounts of revenue, OGI 669.26 (Egypt, i A.D.); ἐδάφη π. lands belonging to the treasury, (i B.C.). 73.13
III). προσοδικός,, tax-farmer, IPE 2.432 (Tanais).