Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσξυν
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
View word page
προσοδάρχων
προσοδ-άρχων, οντος, ,
A). treasurer of a religious association, Ath.Mitt. 6.42 (Cyzicus).


ShortDef

treasurer

Debugging

Headword:
προσοδάρχων
Headword (normalized):
προσοδάρχων
Headword (normalized/stripped):
προσοδαρχων
IDX:
89781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσοδ-άρχων</span>, <span class="itype greek">οντος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">treasurer</span> of a religious association, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ath.Mitt.</span> 6.42 </span> (Cyzicus).</div> </div><br><br>'}