Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσξυν
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
View word page
προσξυν
προσξυν-,
A). v. προσσυν- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσξυν
Headword (normalized):
προσξυν
Headword (normalized/stripped):
προσξυν
IDX:
89779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσξυν-</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσσυν-</span> .</div> </div><br><br>'}