Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσνέω1
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσξυν
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
View word page
προσξηραίνομαι
προσξηραίνομαι
, Pass.,
A).
become dry besides,
EM
384.55
.
ShortDef
become dry besides
Debugging
Headword:
προσξηραίνομαι
Headword (normalized):
προσξηραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσξηραινομαι
IDX:
89778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89779
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσξηραίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become dry besides,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 384.55 </span>.</div> </div><br><br>'}