Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμίμνω
προσμίσγω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
View word page
προσμίσγω
προσμίσγω,
A). v. προσμείγνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσμίσγω
Headword (normalized):
προσμίσγω
Headword (normalized/stripped):
προσμισγω
IDX:
89748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσμίσγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσμείγνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}