Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσμειδιάω
πρόσμειξις
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμίμνω
προσμίσγω
προσμισέω
προσμισθόω
View word page
προσμετεωρίζω
προσμετεωρίζω
,
A).
raise besides
or
further
,
Gal.
18(2).769
.
ShortDef
raise besides
Debugging
Headword:
προσμετεωρίζω
Headword (normalized):
προσμετεωρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσμετεωριζω
IDX:
89740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89741
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσμετεωρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">raise besides</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).769 </span>.</div> </div><br><br>'}