Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσμαρτύρομαι
προσμάρτυρος
προσμάσσω
προσμαστιγόω
προσμάχομαι
προσμάω
προσμείγνυμι
προσμειδιάω
πρόσμειξις
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
View word page
προσμελετάω
προσμελετάω,
A). f.l. for προμ- , Ruf. Fr. 61 .


ShortDef

[dub]

Debugging

Headword:
προσμελετάω
Headword (normalized):
προσμελετάω
Headword (normalized/stripped):
προσμελεταω
IDX:
89733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσμελετάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προμ-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 61 </span>.</div> </div><br><br>'}