προσμάσσω
προσμάσσω,
A). knead or plaster one thing against another: apply, attach closely to, χείλεσι χείλη ; 12.32 σικύην τύψει the cuppinginstrument to the snake-bite, Th. 922 ; π. τὸν Πειραιᾶ [τῇ πόλει] Eq. 815 :—aor. Med., τηλέφιλον ποτεμάξατο ( Dor.) stuck to [the arm], :— Pass., 3.29 πλευραῖσι προσμαχθέν stuck close to his sides, of the poisoned robe, Tr. 1053 , cf. ; 1029 κηλῖδα προσμεμάχθαι τῇ ψυχῇ VA 3.42 .