Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
πρόσμακρος
προσμανθάνω
προσμαντεύομαι
προσμαρτυρέω
προσμαρτύρομαι
προσμάρτυρος
προσμάσσω
προσμαστιγόω
προσμάχομαι
προσμάω
προσμείγνυμι
προσμειδιάω
πρόσμειξις
View word page
προσμαντεύομαι
προσμαντεύομαι,
A). f.l. for προ- , Aristid. 2.277J.


ShortDef

[dub.]

Debugging

Headword:
προσμαντεύομαι
Headword (normalized):
προσμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσμαντευομαι
IDX:
89721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89722
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσμαντεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προ-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 2.277J. </span> </div> </div><br><br>'}