Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
πρόσμακρος
προσμανθάνω
προσμαντεύομαι
View word page
προσλογισμός
προσλογ-ισμός, ,
A). encroachment, PTeb. 124.29 (ii B.C.).


ShortDef

encroachment

Debugging

Headword:
προσλογισμός
Headword (normalized):
προσλογισμός
Headword (normalized/stripped):
προσλογισμος
IDX:
89711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89712
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσλογ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">encroachment,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 124.29 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}