Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
προσλέγω
προσλειόω
προσλείπω
προσλειτουργέω
προσλεπτύνω
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
View word page
προσλειόω
προσλειόω,
A). grind further, Gal. 13.406 .


ShortDef

grind further

Debugging

Headword:
προσλειόω
Headword (normalized):
προσλειόω
Headword (normalized/stripped):
προσλειοω
IDX:
89695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσλειόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grind further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.406 </span>.</div> </div><br><br>'}